χρονολόγος

χρονολόγος
ο, η, Ν
ειδικός που ασχολείται συστηματικά με τη χρονολόγηση ιστορικών γεγονότων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + -λόγος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • cronólogo — ► sustantivo HISTORIA Persona dedicada al estudio de la cronología. * * * cronologista o cronólogo, a n. Especialista en cronología. * * * cronólogo, ga. (Del gr. χρονολόγος). m. y …   Enciclopedia Universal

  • -λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

  • cronólogo — cronólogo, ga (Del gr. χρονολόγος). m. y f. Persona que profesa la cronología o tiene en ella especiales conocimientos …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”